- φθοΐσκος
- ὁ, Αυποκορ.1. είδος μικρής πίτας2. χάπι μικρού μεγέθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φθόϊς / φθοΐς + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ὀβελ-ίσκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθοίσκους — φθοίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)